Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ая молоджь

  • 1 золотой

    επ.
    1. χρυσός• χρυσαφένιος• μαλαματένιος•

    золотой песок χρυσοφόρος άμμος ή χρυσί-τιδα γη•

    золотой перстень χρυσό δαχτυλίδι.

    || χρυσαφής•

    -ые кудры χρυσόξανθες μπούκλες•

    -ая рыба το χρυσόψαρο•

    золотой жук ο χρυσοκάνθαρος.

    2. μτφ. θαυμάσιος, υπέροχος, λαμπρός•

    -ые слова χρυσά λόγια•

    золотой характер μάλαμα-χαρα-κτήρας•

    золотой человек μάλαμα-άνθρωπος.

    3. Μτφ. ευτυχής, ευτυχισμένος.
    4. μτφ. αγαπητός, προσφιλής, ακριβός•

    золотой мальчик χρυσό μου παιδάκι•

    -ая моя χρυσή μου.

    εκφρ.
    золотой век – χρυσός αιώνας (εποχή ακμής των επιστημών και των Καλών Τεχνών)•
    - ая осень – το χρυσό φθινόπωρο (από το κιτρίνισμα των φύλλων)•
    - ая молоджьειρν. η μαμμόθρεπτη νεολαία (ευγενών, αστών)•
    - ая ротаπαλ. τάγμα ξυπόλυτων ή ξεβράκωτων (οι αλήτες)- -ые руки τα χρυσά (προκομμένα) χέρια•
    - ая свадьба – χρυσοί γάμοι•
    - ое сечение – χρυσός αριθμός ή χρυσή τομή•
    золотой стандарт – χρυσός κανόνας•
    золотой фонт – χρυσό απόθεμα (εφεδρεία ύψιστης σημασίας)•
    - ое время – ο πολύτιμος χρόνος•
    сулить ή обещать -ые горы – τάζω λαγούς με πετραχήλια•
    - ых дел мастер – ο χρυσοχόος.

    Большой русско-греческий словарь > золотой

  • 2 несоюзный

    επ. -ая молоджь η εξωκομσομό-λικη νεολαία.

    Большой русско-греческий словарь > несоюзный

  • 3 сельский

    επ.
    αγροτικός• χωρικός, του χωριού• της υπαίθρου•

    -ая жизнь αγροτική ζωή, η ζωή του χωριού•

    -ая школа το σχολείο του χωριού•

    -ие работы αγροτικές δουλειές•

    учитель ο δάσκαλος του χωριού•

    сельский священник ο παπάς του χωριού•

    -ая молоджь η αγροτική νεολαία•

    сельский совет βλ. сельсовет; сельский корреспондент βλ. селькор; -ая местность η ύπαιθρος, η εξοχή•

    -ое хозяйство αγροτικό νοικοκυριό.

    Большой русско-греческий словарь > сельский

  • 4 современный

    επ., βρ: -менен, -менна, -о.
    (με δοτ.) σύγχρονος του•

    -ые К. Паламасу поэты οι σύγχρονοι ποιητές του Κ. Παλαμά•

    -ая эпоха σύγχρονη εποχή•

    -ая молоджь η η νεολαία του καιρού μας•

    -ое вооружение ο σύγχρονος εξοπλισμός•

    -ое положение η τωρινή (σημερινή) κατάσταση.

    Большой русско-греческий словарь > современный

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»